- καναχηδά,
- καναχηδά, u. καναχηδόν, mit Geräusch, Getön, Gebrause; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα, geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καναχηδά — with a loud noise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… … Dictionary of Greek